- κοστολογώ
- maliyet hesabı yapmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κοστολογώ — κοστολογώ, κοστολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοστολογώ — προσδιορίζω το κόστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόστος (ΙΙ) + λογώ (< λόγος < λέγω), πρβλ. αιτιο λογώ, θρηνο λογώ] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
κοστολόγηση — η [κοστολογώ] (οικον.) το σύνολο τών συστηματικών εργασιών που έχουν σκοπό τη συγκέντρωση, κατάταξη και καταγραφή, καθώς και τον επιμερισμό τών δαπανών, ώστε να προσδιοριστεί ορθά το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος, μιας υπηρεσίας ή μιας… … Dictionary of Greek